-
1 μαρμαροφεγγής
μαρμᾰροφεγγής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαρμαροφεγγής
-
2 ἀθάνατος
ᾱθᾰνᾰτος, -α -ον (-ον; -οι, -ων, -οις, οισιν, -ους: -α, -αν; -αι, -αις(ι): -ου, -ου, ον)1 immortalκαλεῖσθαί νιν τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον O. 6.57
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε P. 3.61
ἀθανάτα Θέτις P. 3.100
Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ' ἀθανάτου στόματος (τῆς Μηδείας εἶπεν. Σ. cf. Hes. Theog. 992.) P. 4.11 “ θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον” (sc. Ἀρισταῖον) P. 9.63ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν I. 2.28
τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι I. 4.40
τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν I. 8.46
ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται fr. 10. ἐμοὶ δὲ τοῦτο[ν δ]ιέδω[κ.ν] ἀθάνα- τον πόνον i. e. of creating poetry Πα. 7B. 22. —ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος Pae. 15.2
]δολιχὰ δ' ὁδὸς ἀθανάτω[ν Δ.. 1. ἀθάναται δὲ βροτοῖς ἁμέραι, σῶμα δ ἐστὶ θνατόν “hören nimmer auf” Wil. Παρθ. 1. 1. ὁ [Λοξ]ίας [πρό]φρων ἀθανάταν χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2.. τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει μόνον fr. 121. 3. ἀ]θανάταισι πρ[ (supp. Lobel.) Θρ. 4. 10. as subs. pl., godsἀθανάτουςκλέψαις ἀθάνατοί οἱ πάλιν O. 1.65
Ζεύς τε καὶ (v. l. ἀθανάτων) O. 1.60προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι O. 7.55
τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων O. 8.25
χωρὶς ἀθανάτων O. 9.41
ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.82
ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ P. 12.4
παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν N. 1.58
Ζεὺς θανάτων βασιλεὺς N. 5.35
ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.5
ἀθανάτων βασιλεὺς N. 10.16
τετίματαί τε πρὸς ἀθανάτων φίλος I. 4.59
ὀ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος I. 7.39
ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.59
]καὶ πόθεν ἀθαν[άτων ἔρις ἄ]ρξατο (supp. Bury.) Πα... πλεῖστα μὲν δῶρ' ἀθανάτοις ἀνέχοντες fr. 119. 3. Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 2. -
3 θύρα
Aθυρέων Archil.127
, Hdt.1.9:— door, Il.24.317, etc.: freq. in pl. of double or folding doors,θ. δικλίδες Od.17.267
;θ. φαειναί 6.19
, al.;θυρῶν ζεῦγος καινῶν IG12.313.123
, cf. 4.1488.25(Epid.); ἡ δεξιὰ θ. the right valve, ib.22.1457.16; θ. μονόθυρος ib.1627.418; θύραι λίθιναι (including the framework) ib. 12.372.195; θύραι αὔλειαι, v. αὔλειος; ἡ θ. ἡ εἰς τὸν κῆπον φέρονσα D. 47.53, cf.κηπαῖος 11
; rarely for πύλαι, gates, Plu.Cat.Mi.65; of the carceres in the Roman circus, barriers, Tab.Defix.Aud.187.59. —Phrases: προσθεῖναι τὰς θ., προστιθέναι τὴν θ., Hdt.3.78, Lys.1.13;ἐπισπάσαι X.HG6.4.36
; , Pl.Prt. 314d;ἐφέλκεσθαι Luc.Am.16
; τὴν θ. βαλανοῦν, μοχλοῦν, bar the door, Ar. Fr. 251, 369; θύραν κόπτειν, πατάσσειν, κρούειν, knock, rap at the door, Id.Nu. 132, Ra.38, Pl.Prt. 310b; ἀράττειν, ἐπαράξαι, Ar.Ec. 977, Pl.Prt. 314d; τὴν θ. ἀνοιγνύναι open it, v. ἀνοίγνυμι; ὦσαι push it open, Lys.1.24; μικρὸν ἐνδοῦναι open it a little, Plu.2.597d;δόμου ἐν πρώτῃσι θύρῃσι στῆναι Od.1.255
;ἷζε δ' ἐπὶ.. οὐδοῦ ἔντοσθε θυράων 17.339
;θυρῶν ἔνδον S.El.78
; πρὸ θυρῶν ib. 109(anap.); ἐπί or παρὰ Πριάμοιο θύρῃσι at Priam's door, i.e. before his dwelling, Il.2.788, 7.346: metaph.,ἐπὶ ταῖς θύραις τῆς Ἑλλάδος εἶναι X. An.6.5.23
, cf. D.10.34;τῆς πατρίδος Plu.Sull.29
, Arat.37;ἐπὶ θύραις τῆς Πίσης Philostr.VA8.15
; πυρετοῦ περὶ θύρας ὄντος being at the door, Plu.2.128f (butχειμῶνος ἐπὶ θύραις ὄντος Phlp.in Mete.130.25
).2 esp. of kings and potentates, οἱ τῶν ἀρίστων Περσῶν παῖδες ἐπὶ ταῖς βασιλέως θύραις παιδεύονται are educated at court, X.An.1.9.3; γυνὴ φοιτῶσα ἐπὶ τὰς θύρας τοῦ βασιλέος, of a petitioner, Hdt.3.119, cf. X.An.2.1.8; αἱ ἐπὶ τὰς θ. φοιτήσεις dangling after the court, Id.HG1.6.7;ἐπὶ ταῖς τῶν πλουσίων θ. διατρίβειν Arist. Rh. 1391a12
;περὶ θύρας διατρίβειν Id.Pol. 1313b7
, Theopomp.Hist. 121; applied also to lovers, clients, disciples, etc., ἐπὶ τὴν θύραν (or τὰς θύρας) τινὸς βαδίζειν, ἰέναι, etc., Ar.Pl. 1007, Pl.R. 364b, cf. Phdr. 233e, etc.;ἐπὶ ταῖσι θύραις ἀεὶ καθῆσθαι Ar.Nu. 467
: metaph.,Μουσῶν ἐπὶ ποιητικὰς θ. ἀφικέσθαι Pl.Phdr. 245a
.3 prov.,γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται Thgn.421
; οὐδέποτ' ἴσχει θ., of admirers of the Demos, Eup.265; ἐπὶ θύραις τὴν ὑδρίαν to break the pitcher at the very door, 'there's many a slip 'twixt cup and lip', Arist.Rh. 1363a7; τίς ἂν θύρας ἁμάρτοι; Id.Metaph. 993b5;λόγος δικαστηρίου ἢ ἀγορᾶς οὐδὲ θύρας ἰδών D.H.Dem.23
; τὸ κατὰ θύραν τερπνόν vulgar pleasures, Eun.VSp.496 B.;παρὰ θύραν πλανᾶσθαι S.E.M.1.43
; ἐκ θυρῶν εὐθέως τῆς.. ἀκροάσεως at the very beginning, Olymp.in Mete. 2.1.4 shutter of a window,τὰς θ. τὰς ἐπὶ τῶν θυρίδων IG12(5).872.37
([place name] Tenos), cf. 22.1668.60.5 pl., door of a chariot, X.Cyr. 6.4.9.6 pl., axle-trees, Poll.1.146 (v.l. εὑραί).7 θύρη καταπακτή trap- door, Hdt.5.16.8 frame of planks, raft, Id.2.96; φραξάμενοι τὴν ἀκρόπολιν θύρῃσί τε καὶ ξύλοισι with hurdles and logs, Id.8.51, cf. Th.6.101.9 in war, fenced works to obstruct landingparties, in pl., Ph.Bel.94.37, 100.7.II generally, entrance, as to a grotto, in pl., Od.9.243, al.2 sluice-gate, PPetr.3p.134: pl., ib.2p.41 (iii B.C.).III metaph., senses, as the entrances to the soul, ap. Stob.3.6.17;ἐγγὺς τοῦ στόματος ἡ καρδία, ἡ δὲ ψυχὴ τῶν θ. Aristaenet.2.7
. (I.-E. dhur-, cf. Lat. foras, fores, OE. duru 'door', etc.)
См. также в других словарях:
μαρμαροφεγγής — μαρμαροφεγγής, ές (Α) (ιδίως για τα δόντια) 1. αυτός που λάμπει, που αστράφτει σαν μάρμαρο 2. αυτός που είναι λευκός σαν το χιόνι, ο κάτασπρος («στόματος παῑδες μαρμαροφεγγεῑς», Τιμόθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + φεγγής (< φέγγω), πρβλ. αστρο… … Dictionary of Greek